κουρμπάνι

κουρμπάνι
το (Μ κουρμπάνι)
νεοελλ.
1. ζώο που σφάζεται κατά την τουρκική εορτή Κουρμπάν μπαϊράμ
2. (κατ' επέκτ.) σφαχτὸ σε γάμο ή σε πανηγύρι
3. παροιμ. «γάμος δεν γίνεται χωρίς κουρμπάνι» — τα μεγάλα έργα απαιτούν θυσίες
μσν.
1. θυσία
2. θύμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kurban «αυτό που θυσιάζεται, θύμα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Θράκη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Αναφέρεται ότι ήταν κόρη του Ωκεανού και της Παρθενόπης, αδελφή της Ευρώπης. Η Θ. ονομαζόταν Τιτανίς από τον Στέφανο τον Βυζάντιο, ο οποίος απέδιδε την καταγωγή της στον Ωκεανό. Σύμφωνα με τη μυθολογία, απέκτησε τον Βίθυ από …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”